κατηγόρησα

κατηγόρησα
κατηγορέω
speak against
aor ind act 1st sg
κατηγορέω
speak against
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
κατηγορέω
speak against
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατηγορησάσης — κατηγορησά̱σης , κατηγορέω speak against aor part act fem gen sg (attic epic ionic) κατηγορησά̱σης , κατηγορέω speak against aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήσας — κατηγορήσᾱς , κατηγορέω speak against aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατηγορήσᾱς , κατηγορέω speak against aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήσασα — κατηγορήσᾱσα , κατηγορέω speak against aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατηγορήσᾱσα , κατηγορέω speak against aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήσασαν — κατηγορήσᾱσαν , κατηγορέω speak against aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κατηγορήσᾱσαν , κατηγορέω speak against aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήσασι — κατηγορήσᾱσι , κατηγορέω speak against aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατηγορήσᾱσι , κατηγορέω speak against aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορήσασιν — κατηγορήσᾱσιν , κατηγορέω speak against aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατηγορήσᾱσιν , κατηγορέω speak against aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επείπον — ἐπεῑπον (αόρ. β τού επιλέγω) (Α) 1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.) 2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», Αισχύλ.) 3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ… …   Dictionary of Greek

  • κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορώ — κατηγορώ, κατηγόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατηγορώ : στον απλό προφορικό και λογοτεχνικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατηγορώ — και κατηγοράω κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος 1. διατυπώνω κατηγορία εναντίον κάποιου: Τον κατηγόρησαν ότι ήταν προδότης. 2. καταγγέλλω κάποιον για αξιόποινη πράξη: Τον κατηγόρησανγια φόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”